- οὐδετέρωσε
- οὐδετέρωσε: in neither direction, Il. 14.18†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ουδετέρωσε — οὐδετέρωσε (Α) επίρρ. ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος, προς κανένα από τα δύο μέρη («οὐδετέρωσε ῥέπει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. μηδετέρω σε)] … Dictionary of Greek
οὐδετέρωσε — to neither of two sides indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)